Η δημιουργία Ελληνικών Κοινοτήτων της Διασποράς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μεταναστευτικό μοντέλο που ακολουθείται από τους Έλληνες για αιώνες. Στο μοντέλο αυτό είναι βασισμένη και η ίδρυση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, που σχετίζoνταν άμεσα με τη θρησκεία μας και τη λειτουργία της πρώτης Ελληνορθόδοξης εκκλησίας στη Μελβούρνη. Αν και η ίδρυση της Κοινότητας χρονολογείται τον Αύγουστο του 1897, επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι πρώτοι Ελληνες της Βικτώριας δραστηριοποιούνταν από καιρό πριν ως συντονισμένη ομάδα.
Η μετανάστευση Ελλήνων στην Πολιτεία της Βικτώριας άρχισε με την ανακάλυψη του χρυσού (Αύγουστος 1851) στην τότε νεοϊδρυθείσα βρετανική αποικία. Σύμφωνα με μια από τις πρώτες απογραφές που διεξήχθησαν στη Βικτώρια το 1854, υπήρχαν 65 άντρες από την «Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία» που κατοικούσαν στην τότε αποικία. Το πρώτο κύμα των Ελλήνων μεταναστών υιοθέτησε τη νοοτροπία του «Ελντοράντο» αναζητώντας τον εύκολο πλουτισμό. Η πλειοψηφία αυτών των Ελλήνων, αναζητώντας εργασία, υπέγραφαν συμφωνίες με ναυτιλιακές εταιρείες σε διάφορα λιμάνια της Αγγλίας. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν καταχωρηθεί ως ναύτες, και αναγκάζονταν να κάνουν σκληρή και τυραννική εργασία, με εμφανέστατη την παραβίαση των όρων εργασίας τους.
Ετσι η ιδέα της απόδρασης από τη μαρτυρική και απάνθρωπη εργασία και η επιθυμία για αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, τους έκανε να δραπετεύσουν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα νεοανακαλυφθέντα χρυσωρυχεία της Βικτώριας. Σε γενικές γραμμές οι ναυτικοί αυτοί, από τη στιγμή που έφθασαν στη Βικτώρια, δημιούργησαν τον πυρήνα μιας μικρής και συνεκτικής ελληνικής κοινότητας. Υιοθετώντας έναν νομαδικό τρόπο ζωής, ταξίδεψαν σε όλες σχεδόν τις περιοχές χρυσού της Βικτώριας σε αναζήτηση της οικονομικής ευημερίας. Ζούσαν μαζί, κάτω από πολύ πρωτόγονες συνθήκες, και είχαν αναπτύξει ένα αίσθημα «συντροφικότητας» με ισχυρό το αίσθημα της αλληλεγγύης, που καθίσταται εμφανές σε περιόδους κρίσης (ιδιαίτερα όταν συνέβησαν ατυχήματα σε ορυχεία ή όταν ο θάνατος ενός "συντρόφου" συγκλόνιζε την ομάδα). Εργάζονταν στα ορυχεία κάτω από φοβερές συνθήκες και σε πολλές περιπτώσεις τους κόστισε ακόμα και τη ζωή η ευκαιρία του πλουτισμού.
Τους προσωρινούς αυτούς μετανάστες τους χαρακτήριζε η ιδέα του κοινοτικού πνεύματος. Ορισμένοι από τους πρώτους μετανάστες παρέμειναν στη Βικτώρια λόγω γάμου, και άλλοι δημιούργησαν μικρές επιχειρήσεις επωφελούμενοι από τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε την ανακάλυψη του χρυσού.
Αν και δεν ιδρύθηκε κάποια επίσημη ελληνική οργάνωση κατά το πρώτο κύμα της ελληνικής μετανάστευσης, διάφορες ξεχωριστές ομάδες (κοινότητες σε πρωτογενή μορφή) σχηματίσθηκαν στην περίοδο αυτή.
Εκείνοι που επέλεξαν να συνεχίσουν ως χρυσοθήρες αποτελούν το μεγαλύτερο αριθμό των πρώτων Ελλήνων μεταναστών που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην επαρχιακή Βικτώρια και που μετακινούνταν εντός των ορίων των περιοχών με χρυσό. Μια δεύτερη ομάδα, κυρίως ψαράδες, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Ρόζμπαντ (περιοχή της Πενίνσουλα) από τις αρχές του 1870 και μια τρίτη ομάδα των Ελλήνων κατοικούσε στο κέντρο της Μελβούρνης, στην περιοχή που ονομάζουμε σήμερα CBD, ως ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Από αυτούς ένα μικρό ποσοστό ήταν πρώην χρυσοθήρες που αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο κέντρο της πόλης επενδύοντας σε μικρές επιχειρήσεις.
Εγγραφα της εποχής, δείχνουν ότι το 1867 ένας Έλληνορθόδοξος ιερέας επισκέφθηκε την αποικία της Βικτώριας με αποστολή να συλλέξει χρήματα για Ορθόδοξα φιλανθρωπικά ιδρύματα των Ιεροσολύμων, που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Ο κατάλογος επιβατών του ατμοπλοίου "Geelong", τον Αύγουστο του 1867, αναφέρει καθαρά ότι μεταξύ των επιβατών που εισήλθαν στο Port Phillip ήταν και «ένας Έλληνας παπάς».
Πρόκειται για τον Ιερέα Χριστόφορο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη. Η εφημερίδα «Argus» σημειώνει σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1867 ότι:
«ο αιδεσιμότατος π. Χριστόφορος, ιερέας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας αφίχθη στην αποικία, κυρίως για την εξασφάλιση βοήθειας στα πλαίσια μιας ιεραποστολικής αποστολής από την Ιερουσαλήμ, στην οποία ανήκει και όπου πρόκειται να επιστρέψει μετά τη λήξη της επίσκεψής του στην Αυστραλία. Τα στοιχεία του έχουν εξεταστεί από τους αρμόδιους, τόσο στην Ινδία όσο και εδώ, και κρίθηκαν ικανοποιητικά».
Στους μήνες που ακολούθησαν, καταχωρήθηκαν στην εφημερίδα «Argus» μια σειρά από διαφημίσεις με τις οποίες ενημερώνονταν οι αναγνώστες της εφημερίδας για την αποστολή του ιερέα Χριστόφορου και καλούνταν οι φιλάνθρωποι να βοηθήσουν οικονομικά στον έρανο που έκανε. Για το σκοπό αυτό είχε ανοιχτεί και ειδικός λογαριασμός στην τράπεζα National Bank of Australasia.
O ιερέας Χριστόφορος διέμενε στο ξενοδοχείο Chusan, στο Sandridge, ιδιοκτησία του Ανδρέα Λαγογιάννη, ενός εκ των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στη Μελβούρνη, που κατάγονταν από την Πάτρα (το ξενοδοχείο Chusan βρισκόταν στο Nott Street του Port Melbourne). Πιστεύεται ότι προς το τέλος του 1867, ο π. Χριστόφορος αναχώρησε από τη Μελβούρνη και εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Κλάρεμοντ του Κουήνσλαντ και στη συνέχεια σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Αυστραλίας.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μέχρι τις αρχές του 1890, σημειώθηκε μικρή πρόοδος όσον αφορά τη δημιουργία μιας ελληνικής αντιπροσωπευτικής οργάνωσης. Είναι σαφές ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Έλληνες κάτοικοι της Μελβούρνης προωθούσαν τη δημιουργία μιας Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μαζί με έναν οργανισμό-κοινότητα που θα εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές τους ανάγκες και θέματα που αφορούσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Η εφημερίδα «Sydney Morning Herald» σε άρθρο με τίτλο «Η Ελληνική Εκκλησία – Μελβούρνη» (16 Ιουνίου 1894), σημείωνε ότι:
«ο Υπουργός Χωροταξίας έχει λάβει επιστολή υπογεγραμμένη από τρεις Πρόξενους, της Ρωσίας, της Σερβίας και της Ελλάδας, ζητώντας μια επιχορήγηση για αγορά οικοπέδου στο οποίο θα κτισθεί ναός, που θα χρησιμοποιηθεί από την Ελληνική Εκκλησία ".
Ο τότε υπουργός κ. McIntyre, απάντησε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να δώσει τέτοια επιχορήγηση. Επιπλέον, άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Argus» στις 30 Οκτωβρίου 1894, αναφέρει ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δωρίσει ένα χρηματικό ποσό στον έρανο για το Sunday Hospital. Είναι προφανές ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης ενεργούσαν με οργανωμένο τρόπο ως «Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία». Οι εν λόγω συντονισμένες προσπάθειες συνεχίστηκαν κατά την περίοδο αυτή με τη διενέργεια εράνων για την αγορά γης για την οικοδόμηση Ορθόδοξης εκκλησίας (στη γωνία των οδών Victoria Parade και Lansdowne), καθώς και δωρεά χρημάτων σε εράνους για την ενίσχυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της Μελβούρνης και την ενίσχυση του αγώνα ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Στις 18 Αυγούστου 1897, ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος «Σάμιος» Μπακαλιάρος, ένας άλλος επισκέπτης ιερέας, αφίχθηκε στη Μελβούρνη με το ατμόπλοιο "Gera" και την Κυριακή 22 Αυγούστου έκανε την πρώτη λειτουργία του. Οι πρώτοι χώροι που χρησιμοποιήθηκαν ως εκκλησία βρίσκονταν στο Chalmers Hall, στην οδό Gipps του East Melbourne και στη συνέχεια στο Unitarian Hall, στην οδό Grey, επίσης στο East Melbourne. Μια νεοσυσταθείσα Ελληνική κοινότητα με την ονομασία «Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία» και αργότερα «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα» προσέφερε τα χρήματα που απαιτούνταν τόσο για την ενοικίαση όσο και για τον εξοπλισμό και την εκκλησιαστική διακόσμηση αυτών των προσωρινών εγκαταστάσεων. Νωρίτερα, μια εκκλησία «σκελετός» λειτουργούσε χωρίς ιερέα, κυρίως τις Κυριακές. Ταυτόχρονα, γίνονται προσπάθειες για να εξασφαλισθούν οι υπηρεσίες ενός ορθόδοξου ιερέα από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Ιστορικά έγγραφα αναφέρουν ότι μια επιτροπή της «Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» λειτουργούσε ήδη από το 1894 στη Μελβούρνη. Οι κύριοι πρωταγωνιστές (Αλέξανδρος Β. Μανιάκης, Αντώνιος Λεκατσάς και Γρηγόριος Π. Ματορίκος) της Ελληνικής Κοινότητας έλαβαν θετική απάντηση από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανό και στις 22 Ιουνίου 1898, ο ιερέας Αθανάσιος Καντόπουλος έφτασε στη Μελβούρνη με το γαλλικό ατμόπλοιο Ville De La Ciotat.
Η εφημερίδα «Argus», σε άρθρο με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1898 σημειώνει:
«Ο πάτερ Αθανάσιος, ο πρώτος Έλληνας κληρικός που ήρθε στη Βικτώρια για να καλύψει τις πνευματικές ανάγκες των μελών της εν λόγω εκκλησίας, συναντήθηκε με τον Γραμματέα του Κυβερνήτη, χθες, παραδίδοντας συστατική επιστολή από τον πρόξενο της Βρετανίας στην Ιερουσαλήμ, καθώς και πιστοποιητικά από τον Πατριάρχη της Ελληνικής Εκκλησίας. Ζήτησε ότι πρέπει να του επιτραπεί να εκτελεί θρησκευτικές τελετές και γάμους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα του δοθεί η άδεια».
Από αυτή τη στιγμή, η εκκλησία έλαβε νόμιμη άδεια από τις επίσημες αρχές της αποικίας, και άρχισε να λειτουργεί αμέσως επίσημα, και τα μυστήρια που τελούσε γίνονταν υπό νόμιμη πνευματική οντότητα με την άδεια των κυβερνητικών αρχών.
Ένα από τα πρώτα καθήκοντα του νέου ιερέα ήταν το βάπτισμα παιδιών ελληνικής καταγωγής, σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. Πριν από την άφιξη του Καντόπουλου, έλαβαν χώρα λίγες βαφτίσεις σε ρωσικά πλοία, στα οποία υπήρχε ορθόδοξος ιερέας ή σε άλλες εκκλησίες άλλου χριστιανικού δόγματος. Η πρώτη επίσημη καταγεγραμμένη βάφτιση πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 24 Ιουλίου 1898. Ακολουθεί μια δημόσια ανακοίνωση που εμφανίστηκε στην εφημερίδα «Argus», στις 30 Ιουλίου 1898:
"Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, Gipps Street, East Melbourne, - Ο π. Αθανάσιος θα λειτουργήσει την Κυριακή ως συνήθως, ώρα 9,30 και 11. Στις 2.30 μ.μ., θα γίνουν οι βαφτίσεις δύο βρεφών σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας."
Ως ιερέας από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ο π. Καντόπουλος εξυπηρετούσε επίσης και τους Ορθόδοξους Αραβόφωνους κατοίκους, ενώ τα καθήκοντά του επεκτάθηκαν και στην επαρχιακή Βικτώρια και μερικές φορές επισκέφθηκε την τότε νεοσύστατη Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Κοινότητας στη Βικτώρια ήταν μια περίοδος ανάπτυξης, όπου η συνεργασία και η ενότητα άνοιξαν το δρόμο για την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα του 20ου αιώνα. Τον Δεκέμβριο του 1900 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος της πρώτης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Πολιτεία της Βικτώριας, του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», δίνοντας τη δυνατότητα στην Κοινότητα να ακμάσει. |